- ἀκρότητος
- ἀκρότηςhighest pitchfem gen sgἀκρότητοςnot beaten downmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακρότητος — η, ο (Α ἀκρότητος ον) νεοελλ. αυτός που δεν αναδίδει ή δεν μπορεί να αναδώσει κρότο, ο αθόρυβος αρχ. 1. (για τη γη) αυτός που δεν χτυπήθηκε ή δεν πατήθηκε καλά για να γίνει σκληρός, ο μαλακός 2. αυτός που δεν αποδίδει αρμονικό ήχο όταν κρούεται,… … Dictionary of Greek
ἀκροτήτοις — ἀκρότητος not beaten down masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροτήτου — ἀκρότητος not beaten down masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
неоудьржанъ — (2*) пр. Невоздержанный, необузданный: тако и мы свобожаи(м)сѧ прегрѣшень˫а плоти ѿ землѧ съставлены. иже толма е(с) къ сласте(м) ползъка и неѹдержана. (ἀκροτητος) ГБ XIV, 63г; || очень сильный, непревзойденный: бѣсомъ бѧше служiте(л) х(с)въ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κἀκρότητα — ἀκρότητα , ἀκρότης highest pitch fem acc sg ἀκρότητα , ἀκρότητος not beaten down neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροτήτων — ἀκρότης highest pitch fem gen pl ἀκρότητος not beaten down masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρότητα — ἀκρότης highest pitch fem acc sg ἀκρότητος not beaten down neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)